- αγριόθυμος
- ἀγριόθυμος, -ον (AM)όποιος έχει άγρια ψυχή, άγριο φρόνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + θυμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγριόθυμος — wild of temper masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόθυμον — ἀγριόθυμος wild of temper masc/fem acc sg ἀγριόθυμος wild of temper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριοθύμους — ἀγριόθυμος wild of temper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόθυμα — ἀγριόθυμος wild of temper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόθυμε — ἀγριόθυμος wild of temper masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριόθυμοι — ἀγριόθυμος wild of temper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek